μονώνω

μονώνω
μονώνω, μόνωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονώνω — (ΑΜ μονῶ, όω Μ και μονώνω) [μόνος] κάνω κάτι να μείνει μόνο ή ερημικό, αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, απομονώνω νεοελλ. (σχετικά με ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα ή ήχο) κάνω μόνωση νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μεμονωμένος, η, ο(ν) μοναδικός,… …   Dictionary of Greek

  • μονώνω — μόνωσα, μονώθηκα, μονωμένος 1. αποχωρίζω, απομονώνω: Ζούσε μονωμένος στο βουνό. 2. (φυσ.), περιβάλλω κάτι με ύλη που εμποδίζει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος, θερμότητας ή ήχου: Μονώσαμε τα φθαρμένα καλώδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονωτήρας — Σώμα με κατάλληλη μορφή, κατασκευασμένο από μονωτικό υλικό. Η έννοια του όρου μονωτήρας έχει περιοριστεί στην ηλεκτρική μόνωση, εξαιτίας της χρήσης του. Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μ. είναι η πορσελάνη, το… …   Dictionary of Greek

  • μονωτής — ο (φυσ. τεχνολ.) σώμα ή ουσία τού οποίου η ηλεκτρική ή η θερμική αγωγιμότητα είναι μηδενική ή πολύ μικρή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μονωτής (< μονώνω) είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. isolant] …   Dictionary of Greek

  • μονώ — μονῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνῶ, όω) βλ. μονώνω …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μόνωμα(ν) — μόνωμα(ν), τὸ (Μ) [μονώνω] μόνωση, απομόνωση, μοναξιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”